Συχνές Ερωτήσεις

Γιατί Διαιτησία;

Η διαιτησία υπάρχει ως θεσμός στην Ελλάδα ήδη από την αρχαιότητα, ενώ στη σύγχρονη Ελλάδα προβλέπεται από τον Ν 5016/2023 και τα άρθρα 867-903 ΚΠολΔ. Ανήκει στις μορφές εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και σας επιτρέπει να λύσετε τη διαφορά σας ταχύτερα από την επίλυση μέσω δικαστηρίου, προστατεύοντας ταυτόχρονα την ιδιωτικότητά σας.
Η διαιτησία, χάρη στα εγγενή χαρακτηριστικά της, έχει διεθνώς καθιερωθεί ως η πλέον διαδεδομένη μέθοδος επίλυσης αστικών και εμπορικών διαφορών και αναμφισβήτητα αποτελεί συμπλήρωμα κάθε σύγχρονου νομικού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων και άλλων παθογενειών της πολιτειακής δικαιοσύνης, παρατηρείται στην Ελλάδα μεγάλη αύξηση στην επιλογή της χρήσης της διαιτησίας. Ήδη οι Δικηγορικοί Σύλλογοι Αθηνών και Θεσσαλονίκης αναγνωρίζουν τα τεράστια οφέλη της και προβαίνουν σε ενέργειες αναθέρμανσης των οργανισμών Διαιτησίας που εδρεύουν στους αντίστοιχους Δικηγορικούς Συλλόγους και σε άλλες πρωτοβουλίες. Η διαιτησία γίνεται σταδιακά πιο δημοφιλής, κυρίως χάρη στα πλεονεκτήματά της έναντι της διαδικασίας ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων.

  • Η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου έχει την ισχύ δικαστικής απόφασης, ενώ το διαιτητικό δικαστήριο που την εκδίδει στελεχώνεται από διαιτητές που έχουν επιλέξει τα μέρη βάσει της εξειδίκευσης και της εμπειρίας τους στο αντικείμενο της υπόθεσης.
  • Η διαιτησία παρέχει αίσθημα εμπιστοσύνης και ασφάλειας, αφού κυρίαρχη είναι η αρχή της αυτονομίας των μερών και η επιλογή τόσο του διαιτητή όσο και του εφαρμοστέου δικαίου ανήκει αποκλειστικά στα μέρη της διαφοράς.
  • Η διαφορά επιλύεται σε σημαντικά συντομότερο χρονικό διάστημα συγκριτικά με τα τακτικά δικαστήρια.
  • Ο νικήσας διάδικος μπορεί να λάβει πίσω έως και το 100% των εξόδων της διαιτησίας.
  • Διαφυλάσσεται η εμπιστευτικότητα, καθόσον οι συνεδριάσεις είναι ιδιωτικές αλλά και η διαιτητική απόφαση κατ’ αρχήν δεν δημοσιεύεται.
  • Η διαδικασία είναι καταρχήν πιο ευέλικτη, διότι ο τόπος και ο χρόνος των συνεδριάσεων καθορίζονται ευέλικτα κατόπιν συμφωνίας, ενώ το διαιτητικό δικαστήριο ρυθμίζει τη ροή της διαδικασίας, αφού πρώτα ακούσει τα μέρη.
  • Η διαφορά των μερών επιλύεται από άριστους και έμπειρους νομικούς, γνώστες του συγκεκριμένου συναλλακτικού αντικειμένου.

Στόχος του ΕΟΔΙΔ είναι να καταστεί η διαιτησία οικονομικά προσιτή στο ευρύτερο κοινό και τη μέση ελληνική επιχείρηση, διατηρώντας παράλληλα όλα τα πλεονεκτήματα της διαδικασίας, καθώς και την εγγύηση παροχής υπηρεσιών υψηλότατης ποιότητας, με κύρος, αξιοπιστία και διαφάνεια.

Η διαιτησία βάσει του Κανονισμού ΕΟΔΙΔ χαρακτηρίζεται ως διεθνής διαιτησία και, ως εκ τούτου, ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Ν 2735/1999, ο οποίος ενσωματώνει στο Ελληνικό Δίκαιο τον Πρότυπο Νόμο της UNCITRAL, που αποτελεί διεθνώς το πιο σύγχρονο κείμενο διεθνούς διαιτησίας. Αυτό σημαίνει ότι είναι, εξ ορισμού, ευέλικτη, καθώς δεν διέπεται από τους κανόνες του ΚΠολΔ, και σύντομη.
H διαφορά που υπάγεται σε διαιτησία ΕΟΔΙΔ επιλύεται εντός 4 ή 6 μηνών για διαιτησία ταχείας ή συνήθους διαδικασίας αντίστοιχα, ενώ η διαδικασία είναι οικονομικά προσιτή προς όφελος των μερών.
Οι συνεργαζόμενοι με τον ΕΟΔΙΔ διαιτητές επιλέγονται μεταξύ καταξιωμένων ακαδημαϊκών και επαγγελματιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό με αξιοσημείωτη εμπειρία στην επίλυση διαφορών μέσω διαιτησίας. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν συμφωνούν στο πρόσωπο του διαιτητή ή των διαιτητών, το Συμβούλιο Διαιτησίας ΕΟΔΙΔ μπορεί να συνδράμει στην επιλογή των πλέον κατάλληλων για τη συγκεκριμένη υπόθεση διαιτητών.
Τέλος, ο ΕΟΔΙΔ παρέχει υψηλής ποιότητας καθολικές υπηρεσίες υποστήριξης, διαχείρισης και φιλοξενίας της διαιτητικής διαδικασίας.

Πράγματι, η διαιτησία υπό τον Κανονισμό Διεθνών Οργανισμών όπως το ICC, LCIA κ.α. συνεπάγεται πολύ υψηλό κόστος. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο καταφεύγουν σε αυτή κυρίως οι μεγάλες επιχειρήσεις και το Ελληνικό Δημόσιο.
Ο ΕΟΔΙΔ, προσφέρει πληθώρα επιλογών κορυφαίων Διαιτητών που συμμετέχουν σε διαιτησίες ICC, LCIA κ.ά. με τιμές, πολύ χαμηλότερες των ανωτέρω, μειωμένες ακόμα και έως 40% από το μέσο όρο των μεγάλων οργανισμών, προσαρμοσμένες στα δεδομένα της ελληνικής αγοράς και της μέσης ελληνικής επιχείρησης.
Πιο συγκεκριμένα, μπορείτε κατ’ αρχήν να υπολογίσετε τις αμοιβές των διαιτητών και τη διαχειριστική αμοιβή του ΕΟΔΙΔ για την υπόθεσή σας, χρησιμοποιώντας το σχετικό εργαλείο υπολογισμού [Cost Calculator], προσδιορίζοντας την ακολουθητέα διαδικασία και το ύψος του αντικειμένου της διαφοράς που επιθυμείτε να υπαχθεί σε Διαιτησία ΕΟΔΙΔ.

Έστω ότι έχετε διαφορά αξίας 210.000€. Αν φέρετε την υπόθεσή σας στον ΕΟΔΙΔ, η αμοιβή διαιτητή ΕΟΔΙΔ ανέρχεται στις 7.198€/διαιτητή πλέον του κόστους φιλοξενίας της διαιτησίας. Η αντίστοιχη αμοιβή σε άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα διαιτησίας ανέρχεται στις 12.000€ περίπου κατά μέσο όρο. Επομένως, ο ΕΟΔΙΔ, χρησιμοποιώντας τους ίδιους διαιτητές που ορίζονται και σε διαιτησίες μεγάλων οργανισμών διεθνώς, παρέχει υπηρεσίες κορυφαίας ποιότητας με σημαντικά μικρότερο κόστος, συγκριτικά με άλλους μεγάλους οργανισμούς.

Οι συνεργαζόμενοι με τον ΕΟΔΙΔ διαιτητές επιλέγονται μεταξύ καταξιωμένων ακαδημαϊκών και επαγγελματιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Διαθέτουν αξιοσημείωτη εμπειρία και εξειδίκευση σε διάφορους τομείς επίλυσης διαφορών. Ο ΕΟΔΙΔ μπορεί να σας βοηθήσει να επιλέξετε τον Διαιτητή που είναι καταλληλότερος για την επίλυση της υπόθεσης σας ενώ δεν θα διστάσει να σας φέρει σε επαφή -εφόσον γνωρίζει- με οποιοδήποτε διαιτητή εκτός καταλόγου ΕΟΔΙΔ που διαθέτει την κατάλληλη εμπειρία για την υπόθεση σας.

Η Επιτροπή Διαιτησίας ΕΟΔΙΔ αποτελεί διακριτό και ανεξάρτητο όργανο το οποίο εξασφαλίζει το κύρος, την εγκυρότητα και αμεροληψία του οργανισμού. Απαρτίζεται από 19 καταξιωμένους ακαδημαϊκούς, δικαστές και δικηγόρους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, με εξειδίκευση και μεγάλη εμπειρία στο χώρο της διαιτησίας:


Πρόεδρος
Χ. Γεραρής, Πρόεδρος ΣτΕ ε.τ.


Αντιπρόεδροι
Α. Κουτρομάνος, Πρόεδρος ΑΠ ε.τ., Πρόεδρος ΕΣΡ
Ε. Περάκης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ


Μέλη
Ε. Βασιλακάκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Μ. Θεοχαρίδης, Πρόεδρος ΑΠ ε.τ.
Κ. Καλαβρός, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Φ. Καϋμενάκης, Αρεοπαγίτης ε.τ.
Β. Λυκούδης, Αντιπρόεδρος ΑΠ ε.τ.
Α. Μαντάκου, Δικηγόρος, ΔΝ
Μ. Μαργαρίτης, Αρεοπαγίτης ε.τ.
Σ. Μπρεκουλάκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής Queen Mary University of London
Χ. Παμπούκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Γ. Πετρόχειλος, DPhil, Εταίρος Three Crowns LLP (Παρίσι)
Ι. Τέντες, Εισαγγελέας ΑΠ ε.τ., τ. Εθνικός Συντονιστής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς
Δ. Τσικρικάς, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Ε. Gaillard, Επικεφαλής του τομέα Διεθνούς Διαιτησίας της Shearman & Sterling παγκοσμίως (Παρίσι)
S. Greenberg, Εταίρος Clifford Chance (Παρίσι)
Ch. Leathley, Εταίρος Herbert Smith Freehills (Νέα Υόρκη)
E. Stein, Εταίρος Dechert LLP (Βρυξέλλες, Παρίσι)

Το Συμβούλιο Διαιτησίας ΕΟΔΙΔ αποτελεί διακριτό και ανεξάρτητο όργανο που συνεπικουρεί τον ΕΟΔΙΔ στη διεξαγωγή διαιτησιών, με ουσιαστικές αρμοδιότητες που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της διαδικασίας. Αποτελείται από 5 τακτικά και 2 αναπληρωματικά μέλη, προερχόμενα από την Επιτροπή Διαιτησίας ΕΟΔΙΔ, που είναι διακεκριμένοι επιστήμονες και έμπειροι επαγγελματίες με επιστημονική και πρακτική εξειδίκευση στη διαιτησία:


Πρόεδρος
Κ. Καλαβρός, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ


Αντιπρόεδρος
Ι. Τέντες, Εισαγγελέας ΑΠ ε.τ.


Τακτικά μέλη
Ε. Βασιλακάκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Α. Μαντάκου, Δικηγόρος, ΔΝ
Χ. Παμπούκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ


Αναπληρωματικά μέλη
Στ. Μπρεκουλάκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής Queen Mary University of London
Γ. Πετρόχειλος, DPhil, Εταίρος Three Crowns LLP

Βασική αρχή λειτουργίας του ΕΟΔΙΔ είναι ο πλήρης και ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ των οργανωτικών διαδικασιών μιας διαιτησίας ή διαμεσολάβησης και του καθαρά δικαιοδοτικού έργου, το οποίο, στην περίπτωση διαιτησίας, ασκείται αποκλειστικά από το διαιτητικό δικαστήριο και την Επιτροπή Διαιτησίας ή το Συμβούλιο Διαιτησίας, εφόσον κληθούν να ασκήσουν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τον Κανονισμό Διαιτησίας. Το ΔΣ και η Διοίκηση του οργανισμού επιμελείται την καλύτερη οργάνωση των διαδικασιών και την προβολή και ανάπτυξη του οργανισμού και των εξωδικαστικών διαδικασιών. Σε καμία περίπτωση η Διοίκηση δεν επεμβαίνει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή γνωμοδότησης των επιστημονικών επιτροπών και συμβουλίων του ΕΟΔΙΔ, τα οποία αποτελούν ανεξάρτητα όργανα που προβλέπονται στους Κανονισμούς Διαιτησίας και Διαμεσολάβησης και απαρτίζονται από ανεξάρτητα πρόσωπα εγνωσμένου κύρους. Ο ΕΟΔΙΔ λειτουργεί βάσει αυστηρών κριτηρίων διαφάνειας, με διαδικασίες που διασφαλίζουν την απόλυτη εξαίρεση κάθε προσώπου που τυχόν βρίσκεται ή μπορεί να βρεθεί σε σύγκρουση συμφερόντων οποιασδήποτε διαδικασίας.

Όταν ο δικηγόρος προτείνει στον πελάτη του διαιτησία ΕΟΔΙΔ – προβλέποντας σχετική ρήτρα κατά τη σύναψη της σύμβασης που καταρτίζει για λογαριασμό του εντολέα του – προτείνει, ουσιαστικά, μια ευέλικτη και αξιόπιστη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς: η διαδικασία αυτή εξασφαλίζει για τον ίδιο ένα επίπεδο αμοιβών αντίστοιχο της προσπάθειας του, εξοικονομεί πόρους και χρόνο εις όφελος του εντολέα του και προσφέρει ιδανικές συνθήκες απονομής δικαιοσύνης και άσκησης του έργου όλων των συντελεστών της.

Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της διαιτησίας είναι ότι η διαιτητική απόφαση επί μιας διαφοράς εξομοιώνεται πλήρως και έχει ακριβώς την ίδια ισχύ και εγκυρότητα με την απόφαση ενός τακτικού δικαστηρίου. Σε αντίθεση με τις αποφάσεις των τακτικών δικαστηρίων, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, γεγονός που μειώνει σημαντικά το απαιτούμενο χρόνο για την οριστική επίλυση της διαφοράς. Παρότι ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από τα δικαστήρια, πρόκειται για μια εξαιρετική διαδικασία, που αφορά περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο λόγους.
Η διαιτητική απόφαση παράγει δεδικασμένο και αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση μη τήρησής της, κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει άμεσα, από την έκδοση της διαιτητικής απόφασης τη συμμόρφωση του άλλου διαδίκου, βάσει των διατάξεων περί αναγκαστικής εκτέλεσης του ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, βάσει της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958 (επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 1961), οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις αναγνωρίζονται, δηλαδή ισχύουν και μπορούν να εκτελεστούν, σε 159 χώρες. Επομένως, η εκτέλεση μιας διαιτητικής απόφασης στο εξωτερικό είναι κατ’ αρχήν ευκολότερη από την εκτέλεση αποφάσεων κρατικών δικαστηρίων.